αστραπή

αστραπή
Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης ανάπτυξης, που προκαλούν συσσωρεύσεις πολύ μεγάλων ηλεκτρικών φορτίων σε διάφορα σημεία της ατμόσφαιρας, ύστερα από ηφαιστειώδεις εκρήξεις στους σιφώνες και στις θύελλες κονιορτού. Αποτελείται από μερικές εκκενώσεις (3 έως 40) που απέχουν χρονικά κατά διαστήματα ενός εκατοστού του δευτερολέπτου και μπορούν να είναι ανοδικές, καθοδικές ή αμφίδρομες. Οι φωτογραφίες των α. έδωσαν τη δυνατότητα να γίνεται διάκρισή τους σε διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους: διακλαδιζόμενος, τεθλασμένος ή κυματοειδής, κομβοειδής κλπ. Την ηλεκτρική φύση της α. αποκάλυψε ο Αμερικανός φυσικός Μπ. Φράκλον. Την πόλη Αστραχάν ίδρυσαν οι Τάταροι τον 13ο αι., ενώ τον 16ο την κατέλαβε ο Ιβάν ο Τρομερός? άρχισε να αναπτύσσεται τον 19ο αι., όταν έγινε κέντρο της περιοχής της Κασπίας. Το Αστραχάν έδωσε το όνομά του στα γνωστά γουναρικά που τα επεξεργάζονται εκεί (φωτ. Igda). Οι φωτογραφίες των αστραπών έδωσαν τη δυνατότητα να γίνει διάκρισή τους σε διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους (διακλαδιζόμενος, τεθλασμένος ή κυματοειδής, κομβοειδής κ.ά.). Η φύση της αστραπής απασχόλησε τις φυσικές επιστήμες κυρίως τον 18ο αι., όπως απεικονίζεται σε λιθογραφία εποχής.
* * *
η (AM ἀστραπή)
1. το φωτεινό φαινόμενο που προκαλείται από ηλεκτρικές εκκενώσεις της ατμόσφαιρας κατά τη διάρκεια καταιγίδας ή ακόμη και έκρηξης ηφαιστείου
2. ζωηρή λάμψη, φεγγοβολή
3. η λάμψη των ματιών («το μάτι του βγάζει αστραπή»
«ἀστραπήν τιν' ὀμμάτων», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κεραυνός
2. σύμβολο ταχύτητας («γίνομαι αστραπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σχέση μεταξύ των τ. αστραπή και αστράπτω. Η άποψη κατά την οποία πιθ. αστράπτω προέρχεται από μηδενισμένη βαθμ. του τ. αστερ-οπή (πρβλ. βλίττω < μηδεν. βαθμ. της λ. μέλι) και αστραπή < αστράπτω δεν αίρει τη δυσκολία ότι το ρ. θα έπρεπε να είναι *αστράσσω, λόγω του ληκτικού χειλοϋπερωικού (*-(ә)qụ, πρβλ. ρίζα οπ-). Η υπόθεση επίσης ότι αστραπή < αστερ-οπή, με μετάπτωση, δεν ερμηνεύει την τροπή του ο σε α, συνεπώς θα αναμένονταν τ. *αστροπή και *αστρόπτω, αν και με επιφύλαξη διατυπώνεται η σκέψη ότι πιθ. ο τ. αστράπτω αντικατέστησε το *αστρόπτω, αναλογικά προς τα ρήματα σε -άπτω και, στη συνέχεια, προέκυψε ο τ. αστραπή < (ρ.) αστράπτω.
ΠΑΡ. αρχ. αστραπαίος
νεοελλ.
αστραπιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. αστραπηφόρος
μσν.
αστραπηβόλος, αστραπηλάτης, αστραπόβλητος
νεοελλ.
αστραπόβολο και -βόλι, αστραποβόλος, αστραπόβροντο, αστραπόδαρτος, αστραποκαίω, αστραπόμορφος, αστραποπέλεκας, αστραποπέρασμα, αστραπόπετρα, αστραποσύγνεφο, αστραποφεγγιά, αστροπελέκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”